Έφυγε ΑΓΚΑΛΙΑ με το Αγαπημένο του ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟ! Ο Έλληνας ηθοποιός που Αρραβωνιάστηκε 17 Φορές, Έσβησε Ολομόναχος

Το χέρι- που, αν το προσέξεις καλύτερα θα δεις πως θυμίζει έντονα σαρκικό κουπί– σηκώνεται κι ετοιμάζεται να κατέβει με πρωτοφανή δύναμη στον ήδη κοκκινισμένο σβέρκο του ήρωα της ιστορίας μας. Έπειτα, έρχεται το μοιραίο: σλατς! Ρε Λάμπρο, δεν μπορείς να βάζεις λιγότερη δύναμη;», ρωτάει αυτός που… υποδέχτηκε το χαστούκι. Έπειτα, όπως πάντα, γέλια- το κοινό στο θέατρο έχει λυθεί και οι πιθανότητες να βρει λίαν συντόμως την αυτοκυριαρχία του είναι λιγότερες κι από το να γίνει η δραχμή ο μπαμπάς του δολαρίου. Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του…»,θα δήλωνε χρόνια αργότερα σε μια συνέντευξή του, λύνοντας το απόλυτο μυστήριο που συμπυκνωνόταν στην πρόταση «Μα δεν μπορεί όλες οι σφαλιάρες να είναι κανονικές! Κανείς δε θα άντεχε τόσο ξύλο». Κανείς, πλην αυτού, δηλαδή. Πλην του Αλέκου Τζανετάκου…
Τέχνη καμωμένη από ατόφια ανάγκη – Η οικογένειά του είχε 5 παιδιά, με τον ίδιο- γεννημένο το 1937 στα Μανιάτικα του Πειραιά- ν’ αποτελεί το μοναδικό αγόρι. Τα παιδιά του χρόνια σημαδεύτηκαν από «ανηλεή» φτώχεια, με τον ίδιο να τονίζει, ενθυμούμενος τα νιάτα του, πως «Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων. Δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα. Το μέγεθος της κακής οικονομικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν φαίνεται από το γεγονός ότι «Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για να φάμε κρέας με μακαρόνια. Τις άλλες μέρες θυμάμαι τη μάνα μου να βρέχει μια μικρή φέτα ψωμί και να την πασπαλίζει με λίγη ζάχαρη. Τη λύση στο αθεράπευτο, θαρρείς, οικονομικό του πρόβλημα έμελλε να δώσει η Τέχνη: Μετά… Μετά είχε φτάσει η στιγμή για την επιδρομή στο πανί. ναι: και την εκτόξευση στα αστέρια. Σανίδι-Πανί-Φεγγάρι. Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 ξεκίνησε τις εμφανίσεις στο θέατρο, ενώ το 1956 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μεγάλη Οθόνη, συμμετέχοντας στην κωμωδία του Γρηγόρη Γρηγορίου «Η αρπαγή της Περσεφόνης». η Φίνος Φιλμ του προσέφερε συμβόλαιο συνεργασίας και η παρουσία του σε πασίγνωστες ταινίες (όπως, φερ’ ειπείν, το «Ο Ηλίας του 16ου» ή το «Μερικοί το προτιμούν κρύο») του έδωσε τη δυνατότητα ν’ αφήσει οριστικά και αμετάκλητα πίσω του την ανέχεια. Μπορεί, όμως, η καριέρα του να πήγαινε από το καλό στο καλύτερο, αλλά το γεγονός πως ο Φίνος δεν τον χρησιμοποίησε ποτέ σε πρωταγωνιστικό ρόλο τον στενοχώρησε βαθύτατα. Γι’ αυτό, πήρε την απόφαση να μετακομίσει στην Καραγιάννης-Καρατζόπουλος (την έτερη μεγάλη εταιρία παραγωγής ταινιών), όπου και του δόθηκε η ευκαιρία να είναι το πρώτο όνομα την εποχή της βιντεοκασέτας. Σταδιακά, αηδιασμένος- όπως σχολίασε ο ίδιος- από το star system που αναπτυσσόταν στην Ελλάδα, άρχισε να αποτραβιέται από τη δημοσιότητα, ιδρύοντας το 1985 το δικό του θίασο, με τον οποίον ανέβασε παραστάσεις εντός των συνόρων αλλά και στο εξωτερικό, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.
Παρά το γεγονός πως ταυτίστηκε με το χαρακτήρα του «Παιδιού της φάπας» και αυτού του ανεπρόκοπου και χαραμοφάη γιου, τον οποίον καταχέριζαν ο Βουτσάς, ο Κωνσταντάρας και ο Παπαγιαννόπουλος, αγαπήθηκε παράφορα από το ελληνικό κοινό, κι ας ήταν, κατά βάση, δευτεραγωνιστής. Έμεινα κι εγώ μόνος, ανύπαντρος, ένας μοναχικός λύκος που φωνάζω τις νύχτες επάνω στις βουνοκορφές τη μοναξιά μου και τη λύπη μου. Λύκος μοναχικός, τι έφταιξε που έμεινα μόνος και δεν παντρεύτηκα μέχρι τώρα; Μ’ έφαγε ο έρωτας, έχω κάνει δεκαεπτά αρραβώνες και κανένα γάμο. Ίσως είναι και το κισμέτ, που λένε οι Άραβες. Είμαι όμως καλά, έχω φιλοσοφήσει τη μοναξιά μου και την έχω κάνει φίλη. Μόνος του, κλινήρης για μεγάλο διάστημα, καταπίνοντας τη μη εκπεφρασμένη πικρία του για όλους εκείνους που τα χρόνια της δόξας ήταν δίπλα του, αλλά μετά τον είχαν ξεχάσει. Όταν ο Τζανετάκος «έφυγε», δεν ακούστηκε κανένας θόρυβος. Ούτε καν ο ήχος μιας πένθιμης σφαλιάρας, ένα εκκωφαντικά άηχο σπλατς. Τι παράξενο, αλήθεια…



Ακολουθήστε μας στο Facebook



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια