Ο Καλαματιανός Αρχοντόμαγκας και ο Πρώτος Αμανετζής όταν... Παναγιώτης Μιχαλόπουλος

Στη δεκαετία του ’70, στα τζουκμπόξ «έλιωναν» οι δίσκοι με τα τραγούδια του. «Βαδίζω και παραμιλώ», «Ο διαβολάκος», «Μεσ’ της πόλης το χαμάμ», «Για την απιστία», «Δεν ξανακάνω φυλακή (Καπετανάκης)», «Πεθαίνω κάθε μέρα», «Ποιο καρφί με κάρφωσε», είναι μερικά από τα πιο δημοφιλή μέχρι και σήμερα, που τότε προκαλούσαν πάταγο με την ερμηνεία του. Η φωνή του, με το χαρακτηριστικό βαρύ ηχόχρωμα και την αντρίκεια εκφορά που «έσβηνε» σ’ έναν λυγμό, σα να κουβαλούσε στα φύλλα της τον πόνο και τα βάσανα όλων των τυραννισμένων της εποχής του. Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος ανήκει στους λαϊκούς τραγουδιστές (ήταν επίσης εξαιρετικός ερμηνευτής δημοτικών τραγουδιών αλλά και «αμανετζής») που πέρα από την τραγουδιστική τους πορεία – κι αυτή όχι σε ολόκληρο το εύρος της – δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή τους. Γιατί οι ίδιοι επέλεγαν να «μιλούν» με τη δουλειά τους και το έργο τους κι όχι να απασχολούν τα φώτα της δημοσιότητας για άλλους λόγους. Ο Παναγιώτης γεννήθηκε τον Μάρτη του 1924 στο Λυκότραφο Μεσσηνίας. Από τον πρώτο γάμο του πατέρα του γεννήθηκαν τρία παιδιά (Φώτης, Χρήστος, Παναγιώτης) και από τον δεύτερο γάμο του άλλα επτά (μεταξύ αυτών και η κυρία Θεοδώρα). Ο Παναγιώτης φρόντιζε και προστάτευε τα μικρότερα αδέρφια του, τα οποία υπεραγαπούσε. Το παρατσούκλι του στα παιδικά χρόνια ήταν ο «πενταυγάς» γιατί όταν η μητέρα ετοίμαζε φαγητό για την πολυμελή οικογένεια της, ο Παναγιώτης της ζητούσε να του φτιάξει «πέντε αυγά».
Από μικρός μαγεύτηκε από το λαϊκό τραγούδι και τραγούδαγε στα πανηγύρια της Μεσσηνίας, όπου γοήτευε με την αρχοντική, βυζαντινή, φωνή με όγκο, που γέμιζε τα αυτιά των ακροατών. Είχε έμφυτη την ικανότητα να αυτοσχεδιάζει και αυτό στάθηκε εμπόδιο στην καριέρα του αργότερα, γιατί οι συνθέτες δυσκολεύονταν να του δώσουν τραγούδια, αφού δεν εγκλωβιζόταν στην φόρμα του τραγουδιού. Στην Κατοχή είχε ανέβει στο βουνό με ενεργό συμμετοχή στην εθνική αντίσταση, μέσα από τις τάξεις του ΕΑΜ. Μάλιστα ένα βράδυ που ήταν φρουρός στην περιοχή του «Πανελληνίου» στην παραλία της Καλαμάτας και είχε ανάψει μια φωτιά να ζεσταθεί, του πέταξαν κάτι εκρηκτικό με συνέπεια να τραυματισθεί στο πόδι. Το σπασμένο κόκκαλο, που δεν αντιμετωπίσθηκε σωστά ιατρικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς, ήταν η αιτία που στην συνέχεια της ζωής του κούτσαινε ελαφρά. Μια φορά σε πανηγύρι στην Μεσσηνία, του δώσανε παραγγελιά το τραγούδι του Τσιτσάνη «Στα Τρίκαλα στα δυο στενά» και όταν άρχισε να τραγουδάει μπήκαν οι αστυνόμοι, τον κατέβασαν από το πάλκο και τον πήραν στο τμήμα, όπου τον κράτησαν δυο τρεις ώρες. Μετά από αυτό οι καταστηματάρχες δεν τον καλούσαν εύκολα για δουλειά, για να αποφεύγουν δυσάρεστες διακοπές. όμως δεν το έβαζε κάτω και σε κάθε ευκαιρία δήλωνε εγώ κομμουνιστής γεννήθηκα, κομμουνιστής θα πεθάνω». Το συγκρότημα του στην Μεσσηνία ήταν, ο Μίμης Ξαπλαντέρης μπουζούκι, ο Χρήστος Νικόπουλος (ή κόκκινος) αρμόνιο, ο Κουρής σαντούρι και ο Πατριαρχέας βιολί. Η επίδραση της μουσικής υπήρξε καταλυτική στη διαμόρφωση της πορείας του από τα παιδικά του κιόλας χρόνια, που τραγουδούσε στα πανηγύρια της Μεσσηνίας, ξεχωρίζοντας για το ιδιαίτερο ηχόχρωμα της φωνής του και το ταλέντο του στον αυτοσχεδιασμό. Ακολουθεί ο πόλεμος του 1940 και η τριπλή φασιστική κατοχή, Γερμανίας, Ιταλίας και Βουλγαρίας. Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος εντάσσεται στο ΕΑΜ και βγαίνει στο βουνό με τον ΕΛΑΣ. Στην Καλαμάτα θα τραυματιστεί από βλήμα σοβαρά στο πόδι. Σύμφωνα με μαρτυρία της αδελφής του, «το σπασμένο κόκκαλο, που δεν αντιμετωπίσθηκε σωστά ιατρικά εκείνους τους δύσκολους καιρούς, ήταν η αιτία που στην συνέχεια της ζωής του κούτσαινε ελαφρά». Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης – δημιουργός του λαϊκού τραγουδιού Θόδωρος Δερβενιώτης, που χρόνια αργότερα θα συναντήσει στο στούντιο τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο αναφέρει ότι «το πόδι του είχε τσακιστεί από εχθρική σφαίρα και γι’ αυτό του είχανε βάλει ψεύτικο». Η αντιστασιακή δράση του και η ιδεολογική του τοποθέτηση θα σταθούν αφορμή για να συλληφθεί από τους χωροφύλακες πάνω στο πάλκο την ώρα που τραγουδούσε σε κάποιο πανηγύρι της Μεσσηνίας ένα τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη. Θα τον αφήσουν μερικές ώρες αργότερα, όμως το περιστατικό θα επηρεάσει την σχέση του με τους καταστηματάρχες της περιοχής, που μετά από αυτό «δεν τον καλούσαν εύκολα για δουλειά, για να αποφεύγουν δυσάρεστες διακοπές». 1930 Παναγιώτης Μιχαλόπουλος μπαίνει στη δισκογραφία στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Στις σχεδόν τέσσερις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν θα συνεργαστεί με τον Γιώργο Μητσάκη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Μανισαλή, τον Κώστα Βίρβο, τον Θόδωρο Πολυκανδριώτη, τον Μανώλη Χιώτη, τον Θόδωρο Δερβενιώτη, τον Τάκη Σούκα, τον Λεονάρδο Μπουρνέλη και άλλους δημιουργούς, ενώ γράφει και ο ίδιος τα δικά του τραγούδια. Εκτός από τα προαναφερόμενα, και άλλα τραγούδια που ερμηνεύει γίνονται μεγάλες επιτυχίες, ακόμα και όταν δεν πρόκειται για δικές του πρώτες εκτελέσεις.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν τα «Αγαπώ μια παντρεμένη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Βαδίζω και παραμιλώ» του Γιάννη Παπαϊωάννου, «Γλυκοχαράζει ο Αυγερινός» των Νίκου Ρούτσου – Γιάννη Τατασόπουλου. Από το ρεπερτόριό του δεν λείπουν τραγούδια με κοινωνικές αναφορές, όπως «Στης Ελευσίνας τα ναυπηγεία», «Πεθαίνω κάθε μέρα» των Κώστα Βίρβου – Θόδωρου Δερβενιώτη), «Να ’χα ένα πορτοφόλι» των Κώστα Βίρβου – Γιώργου Μανισαλή, «Κατοχή στην Τρούμπα» του Γιώργου Μητσάκη. Στο μεταξύ από το 1958 ζει με την οικογένειά του στην περιοχή της Νίκαιας. Στα λαϊκά πάλκα όπου εμφανίζεται προκαλεί αίσθηση η επιβλητική, αρχοντική εμφάνισή του, που σε τίποτα δεν θυμίζει τον νεαρό επαρχιώτη που τραγουδούσε στα πανηγύρια. Τίποτα, ίσως εκτός από τους χαμηλούς τόνους και την ταπεινότητα που δεν έπαψαν να τον συνοδεύουν. Σε αυτό το αυστηρό παρουσιαστικό οφείλεται η λανθασμένη εντύπωση του Θόδωρου Δερβενιώτη, που τον οδήγησε να σχηματίσει για τον τραγουδιστή μια εικόνα εντελώς αντίθετη από την πραγματικότητα…
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο Δερβενιώτης αλλάζει δισκογραφική εταιρεία και από την Κολούμπια μεταπηδά στην Οντεόν. Πολλά χρόνια μετά διηγείται: «Στην Οντεόν γνώρισα και τον τραγουδιστή Παναγιώτη Μιχαλόπουλο. Έτσι αυστηρό και σοβαρό που τον έβλεπα, μ’ ένα μαύρο μουστάκι, λέω μέσα μου, μαύρος θα είναι αυτός, δηλαδή φασίστας. Αργότερα, όμως, παραξενεύτηκα πολύ όταν μου αποκάλυψε ότι πολέμησε στον ΕΛΑΣ κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Πολλοί άνθρωποι τότε κρύβανε τις πολιτικές ιδέες τους. Και τις κρύβανε τόσο καλά που κανείς δεν υποψιαζότανε πως ήτανε αριστεροί. Τον έβλεπες κι έλεγες, αυτός μαύρος είναι. Κι όμως στην πραγματικότητα ήταν αγωνιστής του ΕΛΑΣ». Η δεκαετία του ’70 βρίσκει τον Παναγιώτη Μιχαλόπουλο στο απόγειο της επιτυχίας. Οι δίσκοι του σημειώνουν μεγάλες πωλήσεις, τα μαγαζιά όπου εμφανίζεται γεμίζουν. Τα τραγούδια του αποτελούν μέρος της διασκέδασης μεγάλης μάζας ανθρώπων. Η μοίρα που μέχρι τότε φαίνεται να τον ανταμείβει απλόχερα, τον χτυπά προκαλώντας του ανείπωτο πόνο. Το 1974 ηχογραφεί ένα άλμπουμ με τη συμμετοχή των δυο γιων του, επίσης τραγουδιστών, Σταύρου και Μάκη Μιχαλόπουλου.
Την επόμενη χρονιά ο Σταύρος φεύγει από τη ζωή, στα 30 του χρόνια, ενώ στη συνέχεια και ο Μάκης χάνει την όρασή του σε αυτοκινητιστικό ατύχημα. «Ο πόνος του Μιχαλόπουλου», που κυκλοφορεί το 1975 σε δισκάκι 45 στροφών είναι το προοίμιο ενός μεγάλου δίσκου που θα κυκλοφορήσει το 1977 όπου ο λαϊκός τραγουδιστής με ερμηνείες – κατάθεση ψυχής ξεδιπλώνει τις ερμηνευτικές ικανότητές του και στον αμανέ («Αν είχε ο χάρος δυο παιδιά», «Τέτοια πληγή που έχω. Το όνομά του δεν περιλαμβάνεται στις λίστες με τα πρώτα και μεγαλύτερα του λαϊκού τραγουδιού. Οι ερμηνείες του ξεσήκωναν για χρόνια ένα μεγάλο κοινό και κάποια από τα τραγούδια του άντεξαν στο άγγιγμα του χρόνου. Έφυγε από τη ζωή στις 28 του Αυγούστου 1992. Ο Παναγιώτης Μιχαλόπουλος υπήρξε ένας αξιόλογος λαϊκός τραγουδιστής, που σχεδόν τριάντα χρόνια μετά το θάνατό του δεν έπαψε να συγκινεί με τα τραγούδια του. Με φωνή και ψυχή υπηρέτησε με συνέπεια το λαϊκό τραγούδι, έχοντας ταυτιστεί στη συνείδηση των φίλων του λαϊκού τραγουδιού με την αντρική ερμηνεία του ζεϊμπέκικου, και διατηρεί και σήμερα το δικό του πιστό κοινό.
Παναγιώτης Μιχαλόπουλος

Post a Comment

Νεότερη Παλαιότερη